Η βιταμίνη D3 παράγεται με τη φωτολυτική δράση της υπεριώδους ακτινοβολίας στο δέρμα.
Παρά το γεγονός ότι ο κάθε οργανισμός μπορεί να παράξει βιταμίνη D3, ο σύγχρονος τρόπος ζωής και η ανεπαρκής έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, έχει ως αποτέλεσμα την ένδεια βιταμίνης D3, η οποία πρέπει να ληφθεί αναγκαστικά μέσω της τροφής, καθώς ο ρόλος της στη διατήρηση του οργανισμού σε καλή κατάσταση είναι σημαντικός.
Η βιταμίνη D3 έχει ουσιαστικό ρόλο στη διατήρηση της ομοιόστασης του ασβεστίου και του φωσφόρου και, κατά συνέπεια, στη διατήρηση της υγείας των οστών και των δοντιών.
Επιπλέον, η βιταμίνη D3 εμπλέκεται στο μεταβολισμό των ιστών και η παρουσία της σε επαρκής ποσότητες, είναι ουσιώδης για τη διαφοροποίηση των κυττάρων και τη διατήρηση της λειτουργικότητας των μεμβρανών, καθώς και για τη λειτουργία διαφόρων οργάνων όπως το δέρμα, οι μυς, το πάγκρεας, τα νεύρα, ο παραθυρεοειδής αδένας και το ανοσοποιητικό σύστημα.
Η βιταμίνη Κ είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη. Η βιταμίνη Κ2 μπορεί να χωριστεί με τη σειρά της σε δυο επιπλέον κατηγορίες: ΜΚ-4 (μενακινόνη-4) και ΜΚ-7 (μενακινόνη-7). Σχεδόν το 80% του πληθυσμού δεν προσλαμβάνουν αρκετή βιταμίνη Κ2 από τη διατροφή τους, παρόμοιο ποσοστό δηλαδή της ανεπάρκειας σε βιταμίνη D.
Η λήψη βιταμίνης D στο σώμα μας οδηγεί στη δημιουργία πρωτεϊνών, που εξαρτούν τη δράση τους από τη βιταμίνη Κ2, και βοηθούν στην καλύτερη μεταφορά του ασβεστίου προς τα οστά.
Αν δεν υπάρχει Κ2 στον οργανισμό μας, η οστεοκαλσίνη καθίσταται αδρανής και το ασβέστιο κυκλοφορεί ελεύθερα στο αίμα μας.
Η βιταμίνη Κ2 είναι εξαιρετικά σημαντική για την ενίσχυση των οστών και τη διατήρηση καθαρών περιοχών, όπως οι αρτηρίες και οι μαλακοί ιστοί από την παραμονή υπερβολικού ασβεστίου.
Η βιταμίνη Κ σε συνδυασμό με τη βιταμίνη D αυξάνουν αξιοσημείωτα την οστική πυκνότητα, συγκριτικά μόνο με τη βιταμίνη Κ.