Στέλιος Δ. Στυλιανού - Θα σου διηγηθώ μια ιστορία, για πρώτη φορά, μα θα 'ναι σαν να την έχεις ζήσει ξανά, σαν από χρόνια κάποιοι άλλοι να είχαν υφάνει το μαγνάδι της αλήθειας. Ήταν νύχτα καλοκαιριού και το ολόγιομο φεγγάρι πήρε ένα χρώμα κατακόκκινο σαν το αίμα κι όλος ο ουρανός μάτωσε, κι όλοι τότε τρόμαξαν, γιατί τέτοιο φεγγάρι πριν από τη χάση του είναι κακό σημάδι... Όμως, ο ήχος της φυσαρμόνικας του Ορφέα, κάπου μακριά, έφτανε ως το άπειρο. Η Ευρυδίκη καθόταν χάμω στην παγωμένη άμμο και τον παρακολουθούσε αμίλητη. Επικράτησε για λίγο μια σιωπή μεταξύ τους κι εκείνη, ξεθαρρεύοντας, τον ρώτησε: «Κάθεσαι μόνος μεσάνυχτα, παίζεις φυσαρμόνικα και κοιτάς το πέλαγος, σαν κάτι να περιμένεις. Αλήθεια, τι περιμένεις;» «Την αιωνιότητα», απάντησε ο Ορφέας. Χαμογέλασε και κοιτώντας την η σκέψη του ταξίδεψε στις διηγήσεις της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, όπου η Ευρυδίκη πήρε τα μυαλά του ημίθεου Ορφέα κι ο έρωτας και η επιθυμία του για εκείνη τον κατέβασαν μέχρι τον Άδη. Κι εσύ, που πίστευες στα παραμύθια, αθώα χαμογελούσες, αλλά το παρελθόν σε σίμωνε ανύποπτα και σημάδευε τις πληγές σου, ενώ εσύ βυθιζόσουν σ' ένα χρυσοκόκκινο ποτάμι. Ίδιο χρυσοκόκκινο σαν το δαχτυλίδι αυτό που φοράς τώρα, κειμήλιο από μια αγάπη θυέστεια, οδυνηρή. Παράξενο τώρα που εσύ πρέπει να γράψεις το τέλος αυτής της ιστορίας... Είσαι γυναίκα όμως και, σαν γυναίκα, μόνο εσύ μπορείς να προκαλέσεις τον χρόνο· μόνο εσύ θα γεννήσεις έρωτα. Είσαι γη και, σαν γη, μόνο εσύ σπέρνεις φλογερά λουλούδια, μόνο εσύ γιορτάζεις με τη βροχή. Κι όπως θα χορεύεις στης ζωής τους κύκλους, σιωπηλά, θα γίνεις όνειρο, καημός, τραγούδι εσύ για μένα.