Η Μεγαβακτηρίωση (Avian Gastric Yeast), είναι μια ελάχιστα κατανοητή και αμφιλεγόμενη λοίμωξη. Είναι γνωστή από την δεκαετία του 70. Το 1990, οι Scanlan και Graham ανέφεραν ότι είχαν απομονώσει μια μεγάλη θετική κατά Gram ράβδο. Αρχικά, ο αιτιολογικός παράγοντας θεωρήθηκε από τους περισσότερους ερευνητές ως βακτήριο και ονομάστηκε Μεγαβακτήριο (Megabacteria). Μεταγενέστερες έρευνες το 2004, ανέδειξαν ότι αυτός ο οργανισμός είναι στην πραγματικότητα ένας ζυμομύκητας που δεν είχε περιγραφεί επιστημονικά. Ως μύκητας είναι ασυνήθιστος επειδή μιμείται βακτήρια! Σήμερα η ασθένεια αναφέρεται ως Γαστρική Μαγιά Πτηνών (AGY) και ο αιτιολογικός παράγοντας ως Macrorhabdus ornithogaster.
Η μετάδοση της νόσου μπορεί να συμβεί από το στόμα και από τα κόπρανα. Θηλυκά πτηνά που ταΐζουν, παίζουν επίσης μεγάλο ρόλο στην μόλυνση.
H AGY ανευρίσκεται στον αδενώδη (proventriculus) και στον μυώδη στόμαχο (gizzard) και κυρίως στο ενδιάμεσο τμήμα τους τον ισθμό (isthmus).
Μπορεί να προσβάλει όλα τα είδη των πτηνών με συμπτωματικούς και ασυμπτωματικούς φορείς. Στο παρελθόν, η λοίμωξη εμφανιζόταν συνήθως σε παπαγαλάκια (budgerigars), κοκατίλ, finches και καναρίνια, αλλά τώρα έχει περιγραφεί σε πολλά είδη, συμπεριλαμβανομένων των ορνιθοειδών, των μεγάλων ψιττακοειδών και των στρουθοκαμήλων. Η χρήση παραμάνων π.χ. από κανάρες, μπορεί να είναι ένας τρόπος μετάδοσης σε πτηνά άλλων ειδών.
Η νοσηρότητα της ασθένειας σε νεοσσούς και νεαρά πτηνά είναι σπάνια και εάν συμβεί μπορεί να προκληθούν θάνατοι μεταξύ της 6ης και της 12ης ημέρας της ζωής τους. Η μέση ηλικία των προσβεβλημένων με συμπτώματα πτηνών, είναι μεταξύ 1 και 5 ετών. Το ζήτημα της παθογένειας δεν είναι σαφές. Η AGY έχει ανιχνευθεί σε πτηνά χωρίς κλινικά σημάδια ασθένειας και χωρίς σοβαρές βλάβες κατά τη νεκροψία. Υπάρχει η υποψία ότι η AGY, καταστέλλει το ανοσοποιητικό σύστημα των πτηνών. Σε πολλές περιπτώσεις το ανοσοποιητικό, είναι ήδη σε καταστολή λόγο «στρεσογόνων παραγόντων» ή άλλων ασθενειών (ιογενείς ασθένειες, ατοξοπλάσμωση κ.ά.) την στιγμή της μόλυνσης. Πολύ συχνά η AGY, σχετίζεται με λοιμώξεις αναερόβιων βακτηρίων στον αδενώδη στόμαχο (Dr J. Vanderborght). Ένας σημαντικός παράγοντας στην παθογένεια μπορεί να είναι επίσης η μείωση της οξύτητας του γαστρεντερικού σωλήνα. Οι μικροοργανισμοί πιστεύεται ότι μειώνουν την παραγωγή οξέος στον αδενώδη στόμαχο, η οποία αλλάζει τα επίπεδα του pH, καθιστώντας το περιβάλλον λιγότερο όξινο και παρεμποδίζοντας την ομαλή πέψη.
Η κλινική εικόνα είναι ενδεικτική μιας χρόνιας εξουθενωτικής νόσου. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν απώλεια βάρους, απάθεια, ανορεξία, παλινδρόμηση τροφής, κοιλιακό πρήξιμο (διαστολή) και ανεύρεση ολόκληρων ή μισοχωνεμένων σπόρων σε μαλακά, υδαρή περιττώματα. Στα προχωρημένα στάδια της νόσου μπορεί να υπάρχει εμετός από γλοιώδες υλικό και αίμα. Η πορεία της νόσου μπορεί να διαρκέσει μήνες και μπορεί να υπάρξουν περίοδοι ανάρρωσης και υποτροπής. Μια οξεία μορφή AGY έχει περιγραφεί σε παπαγαλάκια. Τα πουλιά ξαφνικά παρουσιάζουν σοβαρή κατάθλιψη, ανακατωμένο φτέρωμα και πεθαίνουν μέσα σε 12 έως 24 ώρες. Συχνά η αιτία του αιφνίδιου θανάτου, είναι η υπερβολική αιμορραγία στον αδενώδη στόμαχο.
Η διαφορική διάγνωση πρέπει να συμπεριλαμβάνει τοξικώσεις από μόλυβδο, ψευδάργυρο ή χαλκό, βακτηριακές, μυκητιακές και παρασιτικές λοιμώξεις όπως τριχομονάδα, νόσο της διαστολής του αδενώδη στόμαχου (PDD) και νεοπλασία.
Λόγω του μεγέθους της, η AGY μπορεί να αναγνωριστεί εύκολα στο μικροσκόπιο. Τα κόπρανα πρέπει να εξετάζονται περιοδικά, καθώς η απουσία AGY δεν υποδηλώνει ότι το πουλί είναι απαλλαγμένο από μόλυνση. Σε σοβαρά προσβεβλημένα πτηνά, η χρώση (κατά Gram) των περιττωμάτων, μπορεί να αποκαλύψει τον οργανισμό. Οι αιματολογικές εξετάσεις αναδεικνύουν κακή φυσική κατάσταση με αναιμία και χαμηλή ολική πρωτεΐνη, ενώ σε καλλιέργειες η AGY μπορεί να είναι δύσκολο να απομονωθεί (Sakas P., DVM).
Η εξάλειψη και ο έλεγχος της νόσου είναι δύσκολος, καθώς δεν έχει προταθεί καμία σίγουρα αποτελεσματική θεραπεία. Η AGY έχει αποδειχθεί ανθεκτική στα αντιβιοτικά. Η χορήγηση αμφοτερικίνης Β στοματικά είναι πιο αποτελεσματική αν και δεν απορροφάτε επαρκώς από την γαστρεντερική οδό και πρέπει να χορηγηθεί σε υψηλότερες δόσεις.