Η ευλογιά (Avipoxvirus), είναι μια ιογενής ασθένεια που μπορεί να προσβάλει πολλά είδη πτηνών συντροφιάς, όπως καναρίνια, finches, ψιττακοειδή κ.ά. και είναι συγκεκριμένη για το κάθε είδος πτηνού. Ο ιός των καναρινιών (canarypox) για παράδειγμα, δεν προκαλεί παθογένεια σε άλλα είδη πτηνών συντροφιάς.
Η ευλογιά έχει καταγραφεί σε πολλές χώρες σε Ευρώπη και Αμερική. Μεταδίδεται κυρίως από έντομα όπως τα κουνούπια, αλλά και με την επαφή μολυσμένων πτηνών, μολυσμένων κλουβιών, ταϊστρών, νερού κτλ.
Η περίοδος εξάπλωσης και «επώασης» της ασθένειας μπορεί να ποικίλλει από 4 ημέρες έως 3 εβδομάδες. Το ποσοστό θνησιμότητας μπορεί να είναι πολύ υψηλό (ανάλογα με την καταπόνηση - στρες στην οποία βρίσκεται το πτηνό ή το σμήνος) και μπορεί να φτάσει από 20% έως και 100%!
Οι μολύνσεις από ευλογιά, είναι πιο συχνές στην αρχή της φθινοπωρινής περιόδου, όπου τα περισσότερα πτηνά μόλις έχουν τελειώσει ή τελειώνουν την διαδικασία αλλαγής του πτερώματος. Ο οργανισμός των περισσότερων πτηνών, είναι καταπονημένος αυτήν την περίοδο από την απαιτητική διαδικασία της πτερόρροιας. Επίσης μολύνσεις ευλογιάς έχουν παρουσιαστεί και κατά την χειμερινή περίοδο, γεγονός που μπορεί να δηλώνει ότι τα έντομα όπως τα κουνούπια, μπορεί να μην είναι η πρωταρχική αιτία για την μετάδοση του ιού στα πτηνά.
Η ευλογιά εκδηλώνεται με 3 διαφορετικές κλινικές μορφές. Την δερματική μορφή, την διφθερική μορφή (Diphtheritic) και την σηψαιμική μορφή (Viremic). Τα κλινικά συμπτώματα του 1ης μορφής, περιλαμβάνουν αλλοιώσεις του δέρματος γύρω από τα μάτια (επιπεφυκίτιδα, βλεφαρίτιδα κ.ά.), το ράμφος και τα πόδια. Στα πόδια παρουσιάζονται σπυριά σε μορφή κρεατοελιάς, τα οποία μπορούν να υποχωρήσουν μετά από 1 - 2 εβδομάδες. Εάν εμπλακούν δευτερεύουσες βακτηριακές ή μυκητιασικές μολύνσεις, μπορεί να προκληθεί το χάσιμο ενός ή περισσότερων δακτύλων.
Οι αλλοιώσεις στη περιοχή του κεφαλιού, συχνά εξαπλώνονται και στον βλεννογόνο του στόματος και του φάρυγγα οδηγώντας σε πρήξιμο της περιοχής και αναπνευστικά προβλήματα. Αυτό συνήθως οδηγεί στην ανάπτυξη του διφθερικού τύπου ευλογιάς. Οι αλλοιώσεις γίνονται πυώδης και πολλές φορές «ανοίγουν» και οδηγούν σε δευτερεύουσες βακτηριακές ή μυκητιασικές μολύνσεις. Σε αυτό το στάδιο τα πτηνά εκδηλώνουν κατάθλιψη, φουσκωμένο πτέρωμα, διάρροια, αναπνευστικά συμπτώματα και θάνατο. Τα πτηνά που θα επιβιώσουν μπορεί να αναπτύξουν ισόβια ανοσία στον ιό, αλλά ορισμένα θα γίνουν φορείς που θα μολύνουν άλλα πτηνά.
Οι κλινικές ενδείξεις της σηψαιμικής μορφής, είναι πολύ πιο οξείς. Περιλαμβάνουν οξεία αναπνευστικά συμπτώματα, ατονία (λήθαργο) και θάνατο από πνευμονία μέσα σε 2 με 3 ημέρες, χωρίς καμιά δερματική αλλοίωση.
Η κλινική εξέταση (νεκροψία) των πτηνών που έχουν αποβιώσει, περιλαμβάνουν αλλοιώσεις στην στοματική κοιλότητα, πνευμονία, διάταση του περικαρδίου και του συκωτιού και πάχυνση των αεροφόρων σάκων.
Η διάγνωση της ευλογιάς βασίζεται σε ευρήματα σωματικής εξέτασης των πτηνών, κλινικές ενδείξεις, ιστολογική εξέταση των αλλοιώσεων, νεκροψία και απομόνωση του ιού.
Η θεραπεία περιλαμβάνει την χρήση τοπικών αντιβιοτικών ή μυκητιασικών (αλοιφές) και αντιβιοτικών ευρέως φάσματος στο νερό, για την βοήθεια ή την αποτροπή δευτερεύουσας βακτηριακής μόλυνσης. Η χορήγηση βιταμίνης Α, είναι απαραίτητη για την επούλωση των πληγών του δέρματος. Στον σηψαιμικό τύπο ευλογιάς, η θεραπεία αυτή δεν είναι αποτελεσματική και τα πτηνά καταλήγουν σε σύντομο χρονικό διάστημα.