Η Ταυρίνη αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά θειούχα αμινοξέα, και μπορεί να συντεθεί στο σώμα από την Κυστεΐνη με την συνεργική δράση της Βιταμίνης Β6.
Διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη φυσιολογική λειτουργία του εγκεφάλου, της καρδιάς, της χοληδόχου κύστης, των οφθαλμών και του αγγειακού συστήματος.
Η Ταυρίνη συμμετέχει σε πολλές βιολογικές λειτουργίες, δρώντας σαν νευροδιαβιβαστής στον εγκέφαλο, σαν σταθεροποιητής των κυτταρικών μεμβρανών και σαν μεσολαβητής στην μεταφορά των ιόντων όπως το νάτριο, το κάλιο, το ασβέστιο και το μαγνήσιο.
Η Ταυρίνη, μετά το GABA, είναι ο δεύτερος ανασταλτικός νευροδιαβιβαστής του εγκεφάλου. Τα αμινοξέα αλανίνη, γλουταμινικό οξύ και παντοθενικό οξύ αναστέλλουν τον μεταβολισμό της ταυρίνης, ενώ οι Βιταμίνες Α και Β6, ο ψευδάργυρος και το μαγγάνιο συμβάλλουν στη σύνθεση της ταυρίνης. Η κυστεΐνη και η Βιταμίνη Β6 αποτελούν τα συστατικά που έχουν πιο άμεση σχέση με τη σύνθεση της ταυρίνης.
Η χοληδόχος κύστη χρησιμοποιεί την ταυρίνη για τον σχηματισμό του ταυροχολικού οξέος, ένα από τα δύο χολικά οξέα που απαιτούνται για την διάσπαση του λίπους στο λεπτό έντερο. Η ταυρίνη συμμετέχει επίσης στην απέκκριση της χοληστερόλης και της χολερυθρίνης στην χολή.
Σημαντικά στοιχεία:
Η υψηλή κατανάλωση αλκοόλ αυξάνει τις απώλειες ταυρίνης.
Χαμηλά επίπεδα ταυρίνης ανευρίσκονται σε χορτοφάγους και άτομα που ακολουθούν διατροφή φτωχή σε γαλακτοκομικά και προϊόντα κρέατος.
Αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά στα δημοφιλή ποτά ενέργειας, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ανεπαρκή δεδομένα που να συνδέουν την κατανάλωση ταυρίνης και την παραγωγή ενέργειας.
Δοσολογία: 1 με 3 κάψουλες την μέρα, μαζί με χυμό ή νερό παρά με γάλα.
Τα αμινοξέα έχουν καλύτερη απορρόφηση όταν λαμβάνονται μισή ώρα πριν το φαγητό ή τον ύπνο.
Αλλεργίες: Καμία.
Προφυλάξεις: Αυτό το προϊόν δεν συνίσταται για παιδιά ή για εφήβους που είναι στην ανάπτυξη και για εγκύους ή θηλάζουσες γυναίκες.