Ασπασία Βλάχου - «... δεν μπορώ να μιλήσω σε κανέναν. Είναι σαν να έχω να κάνω με έναν διαφορετικό άνθρωπο. Δεν με κακομεταχειρίζεται, αλλά στον αέρα υπάρχει ηλεκτρισμός. Ξέρει ότι έχω ανακαλύψει την αλήθεια και μετά από εκείνη τη φοβερή νύχτα δεν τον κοιτάζω καν στα μάτια, φοβάμαι μην προκαλέσω κάτι που δεν μπορώ να ελέγξω. Πρέπει να με βοηθήσεις. Μη διανοηθείς να τηλεφωνήσεις, απλώς έλα. Νομίζω ότι συνέχεια αναπνέει πίσω από τον ώμο μου, ότι ακούω τα βήματά του ακόμα και αυτή τη στιγμή...» Η απελπισμένη έκκληση της Άρτεμης για βοήθεια φτάνει στην Ελένη σε ένα σημείωμα κρυμμένο μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου. Με έναυσμα ακόμα έναν σφοδρό καβγά με τον άντρα της, η Ελένη εγκαταλείπει την Αθήνα για να βρει τη φίλη της. Η Άρτεμη, με ψυχή και σώμα τραυματισμένα από ένα ατύχημα αλλά πάντα αδάμαστη σαν τα κύματα που παλιότερα έσχιζε σαν γοργόνα, ζει στην Κάλυμνο με τον αδελφό της τον Ταξιάρχη. Όταν η Ελένη τη συναντά, βρίσκει τον χαρακτήρα της αλλαγμένο. Είναι όμως ο Ταξιάρχης η αιτία για το μυστηριώδες σημείωμα; Ταυτόχρονα, σε μια κρυφή σπηλιά και σε ένα καράβι που κάνει «επιδρομές» στους κοντινούς βυθούς, διεξάγεται μια παράνομη επιχείρηση οργανωμένη προσεκτικά από έναν ισχυρό και ύπουλο άνθρωπο. Στα δωμάτια του σπιτιού τής Άρτεμης και του Ταξιάρχη η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη. Αργά τη νύχτα η αποθήκη με τη σφηνωμένη πόρτα έχει φως και στο παράθυρό της η Άρτεμη ισχυρίζεται ότι βλέπει έναν άγγελο κάνοντας την Ελένη να αμφιβάλλει για το μυαλό της. Η Ελένη, ωστόσο, φοράει ακόμα τη βέρα του Νίκου και ο Νίκος, ένας καταδυόμενος αρχαιολόγος που τον δένουν δυνατοί όσο και επώδυνοι δεσμοί με την Κάλυμνο, δεν είναι διατεθειμένος να τη χάσει. Θα κινήσει γη και ουρανό για να σπάσει τον κλοιό που σφίγγει συνεχώς γύρω από τις δύο γυναίκες. Μέσα στο υπέροχο, άγριο σκηνικό του νησιού, οι ρόλοι αντιστρέφονται συνεχώς, ο κίνδυνος ελλοχεύει, η απληστία, ο έρωτας, το μίσος και η ιδεολογία επηρεάζουν τις εξελίξεις και οι ήρωες υπερβαίνουν τα όριά τους και επιχειρούν το ακατόρθωτο.