Στέλιος Δ. Στυλιανού - Η Μιχριμπάν έτρεξε προς την προκυμαία. Κοίταζε μια το λιμάνι και μια το πλήθος των δυστυχισμένων που πηδούσαν μες στις βάρκες και στη θάλασσα για να σωθούν, όταν ένας βαρκάρης την τράβηξε από το χέρι. Πίσω η Σμύρνη καιγόταν κι ένας μαύρος καπνός σκοτείνιαζε τον ουρανό. Ίσως αυτές ήταν οι τελευταίες εικόνες που είδε λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της και με αυτές βυθιζόταν… Από εκείνη τη στιγμή, η μοίρα έκλωθε κουβάρι το ριζικό της. Γεννημένη από πατέρα Έλληνα και μάνα έβραία, ήταν πανέμορφη σαν νεράιδα. Μαζί με τη Νεριμάν, ήταν τα δουλικά στο αρχοντικό του Βελισάρογλου. έκεί έμελλε να γνωρίσει τον Μεχμέτ, τον παιδικό της έρωτα, που αργότερα έγινε αξιωματικός στον στρατό του Κεμάλ, εκεί έμαθε τα χαρτιά και τα μπουγιούμια από την αγαπημένη της νενέ. Μετά την καταστροφή βρέθηκε στους κερχανέδες, πουλώντας την ομορφιά της. Η μπιρ γκιουζελίν, όπως την αποκαλούσαν, με το μελαγχολικό χαμόγελο και τη βελούδινη φωνή, ήταν περιζήτητη. Είμαι η Μιχριμπάν, η Νεράιδα της Σμύρνης, έλεγε συχνά στον εαυτό της καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη λίγο πριν βγει στο πάλκο για να τραγουδήσει. Ο ψεύτικος έρωτας και το χρυσάφι, ραμμένα σ’ ένα παλιό φόρεμα, διαφέντευαν από εδώ και πέρα τη ζωή της. Περιπλανώμενη στις γειτονιές της ρημαγμένης έλλάδας, βρέθηκε ύστερα από χρόνια στα προσφυγικά του Πειραιά με εισιτήριο το κορμί της. Ένιωθε να βουλιάζει συνεχώς στο βούρκο, διασκεδάζοντας τους δωσίλογους της γκεστάπο. Ήθελε να ξεφύγει, ν’ αγωνιστεί… Έτσι, εντάχθηκε στην αντίσταση. Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, η Μιχριμπάν φτάνει στο λιμάνι και τα μάτια της βουρκώνουν αντικρίζοντας τη γενέτειρά της· τη Σμύρνη που λάτρεψε και την έκαψαν οι Τούρκοι. Τα χώματα που τη γέννησαν και βάφτηκαν με το αίμα τόσων αθώων, εκεί που έχασε ένα παιδί και μαζί τα όνειρά της. Την πόλη που την ονόμασε Περίμ – νεράιδα. Μοναδική κληρονομιά της τώρα, ένα ούτι, ο αμανές και το κλάμα της ψυχής της.