Η σειρά JALPLAST είναι επουλωτικά του δέρματος με κύριο συστατικό το υαλουρονικό οξύ, το οποίο διεγείρει τη φυσιολογική διαδικασία επούλωσης των ιστών του οργανισμού.
Το JALPLAST διατηρεί το τραύμα υγρό, με αποτέλεσμα να προάγει την επούλωση και να μειώνει σημαντικά την διάρκειά της.
Ενδείκνυται για την αντιμετώπιση δερματικών βλαβών, ιδιαίτερα εκείνων με υψηλό κίνδυνο μόλυνσης.
Συμβάλει στην κάλυψη οξέων και χρόνιων τραυμάτων (εγκαύματα πρώτου και δεύτερου βαθμού, αγγειακά και μεταβολικά έλκη και έλκη από κατάκλιση).
Εξασφαλίζει ένα ενυδατωμένο, ελεύθερο μικροβίων περιβάλλον στο τραύμα.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μη μολυσμένα τραύματα για να συμβάλει στην πρόληψη λοίμωξης και μετά από αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή μολυσμένων τραυμάτων, για πρόληψη υποτροπής της λοίμωξης.
Μειώνει σημαντικά το χρόνο επούλωσης σε σύγκριση με τις συνήθεις θεραπείες.
Ανακουφίζει γρήγορα από τα συμπτώματα.
Προσφέρει άριστα αισθητικά και λειτουργικά αποτελέσματα μετά την επούλωση των τραυμάτων.
Δεν προκαλεί ανεπιθύμητες ενέργειες γιατί το υαλουρονικό οξύ είναι φυσικό συστατικό του δέρματος.
Είναι εύκολο στη χρήση.
Κύρια συστατικά
- Υαλουρονικό οξύ: συμμετέχει σε πολλές και ποικίλες ιστιικές επανορθωτικές επεξεργασίες, προάγοντας την επούλωση και την επανεπιθηλίωση. Απορροφάται ελάχιστα από το υγιές δέρμα, δεν προκαλεί τοπικούς ερεθισμούς και δεν εμφανίζει συστηματικές τοξικές δράσεις ή παρενέργειες.
- Αργυρούχος σουλφαδιαζίνη: συμβάλει στην πρόληψη της μικροβιακής μόλυνσης, βελτιώνοντας έτσι την ικανότητα του υαλουρονικού οξέος να προάγει την επούλωση του τραύματος.
Επαλείψτε ένα λεπτό στρώμα κρέμας πάνω στην επιφάνεια του τραύματος, μια ή δύο φορές την ημέρα, ανάλογα με τη σοβαρότητα, μέχρι να επιτευχθεί πλήρης επούλωση. Παρατεταμένη θεραπεία, πέραν του ενός μηνός, πρέπει να αξιολογείται από γιατρό με βάση την κλινική πορεία της βλάβης. Η υπό θεραπεία περιοχή πρέπει να καλύπτεται με αποστειρωμένο επίδεσμο.
Να μην χρησιμοποιείται σε ασθενείς με διαπιστωμένη υπερευαισθησία στα συστατικά του προϊόντος ή με ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια ή με ανεπάρκεια γλυκο-6-φωσφορικπης αφυδριογόνασης, σε εγκύους και βρέφη.