Οι αναμνήσεις μου ξεκινούν από τη μέρα που έπεσα στο χιόνι. Σε μια στροφή έπεσα απ' την τσάντα και κανείς απ' την αγέλη δεν το πήρε είδηση. Ο παγερός αέρας σκόρπιζε τ' αδύναμα γαβγίσματά μου κι έκανα να τρέξω πίσω από τα άλογα, αλλά βούλιαζα στο χιόνι. Το σκοτάδι είχε σκεπάσει τα βουνά όταν ξύπνησα τρομαγμένος από μια γλώσσα υγρή και χλιαρή που μ' έγλειφε απ' τη μουσούδα ως την ουρά, ενώ, ταυτόχρονα, μια μύτη με οσμιζόταν. Εκείνη η χλιαρή γλώσσα που μ' έγλειφε έδιωξε το φόβο, και καθώς είχα συνέλθει λίγο από την παγωνιά, άφησα κάτι πανίσχυρα δόντια να με πιάσουν απ' το σβέρκο χωρίς να με πονέσουν. Πήγα έτσι σηκωτός μέχρι μια σπηλιά, κι εκεί, ο σωτήρας μου, ένας ιαγουάρος, μου χάρισε τη ζεστασιά του μεγάλου κορμιού του.>> <<Έγραψα μερικά παιδικά βιβλία επειδή ήθελα να διηγηθώ στα δικά μου παιδιά κάποιες απλές αλλά οικουμενικές ιστορίες και να τα διαποτίσω με τις αξίες στις οποίες πιστεύω.>> Με το τέταρτο παιδικό του βιβλίο, την Ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν Πιστό, ο Λουίς Σετζούλβεδα συνθέτει έναν ύμνο στην πιστότητα και τη φιλία, και τον αφιερώνει στην αγνοημένη, καταπιεσμένη και καταδιωγμένη από όλες τις κυβερνήσεις της Χιλής φυλή των ινδιάνων Μαπούτσε - φυλή από την οποία κατάγεται και ο ίδιος. Το βιβλίο, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, δανείζεται τη φωνή ενός ξεχωριστού πρωταγωνιστή, του γερμανικού ποιμενικού που ακούει στο όνομα Πιστός - Afmau, στη γλώσσα των Μαπούτσε.