Η ηρωίδα είναι μια από τις συνηθισμένες περιπτώσεις που έλαβε την πάγια εντολή να σπουδάσει, να γίνει ένα αξιοπρόσεχτο μέλος της αγέλης και, αν είναι δυνατόν, ο αρχηγός της.
Όλα τα άλλα μοιάζανε μόνο με χάσιμο χρόνου.
Κι έτσι βρέθηκε φοιτήτρια στα Εξάρχεια, στα μπαρ, στις καταλήψεις και στη γεμάτη ελπίδες εποχή για επανάσταση, να σπαταλάει τη μοναδική περιουσία του ανθρώπου:
τον χρόνο.
Μην ξέροντας προς τα πού να πορευτεί, κατευθύνθηκε προς έναν έρωτα, που τον λέγανε Βασίλη.
Εκεί πάνω κούμπωσε όλες τις ελπίδες για τα δύσκολα ερωτήματα της ύπαρξης.
Και ένα βράδυ, ανακατωμένη με τη μυρωδιά του δακρυγόνου και του τσιγάρου, άκουγε απαντήσεις από μια ξέμπαρκη, που πριν γίνει αστρολόγος έκανε πιάτσα στη Σόλωνος. «Άκου! Εσείς σε προηγούμενη ζωή ήσασταν αντρόγυνο».
«Σ’ αυτήν μπορείς να μου πεις τι είμαστε;» «Κάτσε, βρε παιδάκι μου, εδώ μάλλον πληρώνεις όσα του ’κανες τότε. Αυτός σε άλλη ζωή ήτανε πολύ πιστός κι εσύ πήγαινες με άλλους και τώρα σε ξεπληρώνει». «Σε ποια ζωή ήμασταν αντρόγυνο;» τη ρώτησε. «Α, πολύ παλιά».
«Πόσο παλιά;» «Μπορεί και στην αρχαία Αίγυπτο».
Το ’κανε εικόνα αυτή στην αρχαία Αίγυπτο να κουβαλάει φαΐ και ο Βασίλης μέσα στον ήλιο να χτίζει πυραμίδες. «Μωρέ, ας είχα εγώ τον Βασίλη σύζυγο πιστό κι ας ήταν και στην αρχαία Αίγυπτο κι ας ήμουνα τώρα μούμια!»
Τόσο πολύ είχε καψουρευτεί.
Όμως, σε μια ιδιαίτερη στροφή του χρόνου επαναστάτησε, από μέσα προς τα έξω, και όχι ανάποδα όπως πρόσταζε η ξεσηκωμένη γενιά της, και άρχισε να ξηλώνει τον παλιό της εαυτό που στριμώχτηκε στις προσδοκίες των άλλων.
Κι ύστερα μεγάλωσε…
Ίσως και να ωρίμασε, και σιγουρεύτηκε πως στη ζωή δεν υπάρχει χαμένος χρόνος. Όσο πάρει στον καθένα για να καταλάβει…
Σε αυτό το βιβλίο εντέλει εγώ δεν είμαι εγώ, αλλά όλα τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα μιας γενιάς σε αναζήτηση της προσωπικής υπαρξιακής ταυτότητας και στο χάσιμο του πιο μεγάλου αληθινού ψέματος.
Του Έρωτα.