Νίκος Μητούσης - Η Αλισάβα ζούσε μόνη της όλα αυτά τα χρόνια· δεν είχε φίλους, δεν είχε συγγενείς. Τους έχασε όλους μες στους καπνούς του πολέμου. Από μικρό κορίτσι, διάλεγε τα ρουχαλάκια τους, τα λουρίδιαζε για τις κουρελούδες της και αναθυμόταν τους δικούς της στην αντίπερα όχθη. Κουβέντιαζε μαζί τους, τους κερνούσε, έκλαιγε που δεν μπορούσε να τους αγγίξει, θύμωνε και μέρευε, αλλά τους αποθαμένους δεν τους αποχωριζόταν. Εκείνο το καλοκαίρι του 1912 στη Ραιδεστό ήρθε ο σεισμός σαν δράκος του παραμυθιού να καταπιεί τη μικρή Αλισάβα και τα αδέλφια της, να σύρει τα φορτωμένα κάρα σε νέους τόπους και να παίξει με τα κουβάρια της ζωής τους. Πολλά χρόνια μετά, εκεί στο χιονισμένο δρομάκι, φάνηκε μια παράξενη σκιά κουκουλωμένη με την μπέρτα της, σαν λάμια, ήταν τρομακτική φιγούρα για τα παιδιά, αινιγματική για τους μεγάλους. Ήταν Χριστούγεννα κι έκανε κρύο. Η Αλισάβα έπιασε το μικρό αγόρι από το χέρι και το οδήγησε στο σπίτι της. Εκείνο, σαστισμένο, κάθισε κοντά στη σόμπα, παρατηρώντας τους καναπέδες με τα υφαντά και τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες στον τοίχο. Τον κέρασε κουραμπιέ και της είπε τα κάλαντα. Από κείνη τη μέρα τα δακρυσμένα μάτια της θα μολογούσαν χιλιάδες θύμησες στον Νικηφόρο. Όλα όσα φύλαγε εξήντα τόσα χρόνια… σπαρτά και αλώνια, θάλασσες και γλάρους, μαύρα σύννεφα και κανόνια, πολύχρωμα κουρελάκια, μια ζωή ολάκερη στον αργαλειό, να περνάει τη σαΐτα, να κυλούν τόπια τα υφαντά. Το ταξίδι ατέλειωτο, δελεαστικό, μήνες θαρρείς κρατούσαν οι διηγήσεις, μήνες κι εποχές ολόκληρες, άπλωνε το χέρι ο Νικηφόρος και πίστευε ότι θα τις αγγίξει· έτσι όπως άγγιζε τα ρόδια στη μικρή αυλή ώσπου να γίνουν ζάχαρη, ν’ αγαπηθούν πολύ όσοι τα γευτούν κι η γλύκα να γεμίσει παρηγόρια τον κάθε πικραμένο στον απάνω κόσμο… Κι όταν το αγόρι έγινε άνδρας και η παράξενη σκιά ετοιμαζόταν να ταξιδέψει, πάλι μια κουρελού ολοκαίνουρια, απάτητη, με χρώματα ζωντανά, θα τους έδενε για πάντα… «Από δικά σου ρούχα φτιαγμένη, ξέρεις εσύ…»