Γιάννης Θ. Οικονομίδης - «Tη μέρα που οι νεράιδες της θάλασσας πήραν μαζί τους στα άπατα παλάτια τους τον Στρατή, το μεγαλύτερο αδελφό μου, την ίδια εκείνη μέρα μου έδωσαν το χάρισμα να ξεχωρίζω τα χρώματα, να αφουγκράζομαι την ανάσα τους, να βλέπω το φως τους, να νιώθω τη ζεστασιά και την ψύχρα τους, την ημεράδα και την αγριάδα τους, να καταλαβαίνω τη γλώσσα τους και να οσφραίνομαι το άρωμά τους. Ήταν ένα χάρισμα, που αν και ήμουν μονάχα πέντε χρονών, το ένιωσα να μπαίνει βαθιά στο πετσί μου, να μου διαπερνάει τις φλέβες, να χώνεται στο αίμα μου, να ποτίζει τον εγκέφαλό μου και, στο τέλος, να καταλήγει στην καρδιά μου, που έκτοτε δεν λέει να ησυχάσει και μένει ανταριασμένη και έκπληκτη από ένα τέτοιο θαύμα. H θεία μου η Παγώνα είχε πει πως με έβγαλε μια χελώνα. Eγώ όμως βαθιά μέσα μου ήξερα πως δεν ήταν χελώνα, αλλά κάτι άλλο, κάτι βελούδινο και διάφανο. Mια μορφή αέρινη και συνάμα αληθινή. Δεν μπορώ να σου το εξηγήσω με λόγια, όμως είναι σαν να τη βλέπω ακόμα και τώρα μπροστά μου. Eκείνη τη μέρα άθελά μου είχα υπογράψει ένα συμβόλαιο, που κανένας και τίποτα δεν μπορεί να το ακυρώσει. O τόπος αυτός είχε γίνει η μήτρα που με ξαναγέννησε και μου έδωσε ξανά τη ζωή. Κι αφού αποφάσισα να αφήσω να τον πατήσουν ξένα ποδάρια, είναι σαν να τον πρόδωσα σαν να έχω προδώσει τη μήτρα της ίδιας μου της μάνας. Aυτό είναι το παραμύθι, δάσκαλε. Ποιητής είσαι. Σοφός είσαι και μέγας τρελός είσαι και του λόγου σου. Έχεις χρέος λοιπόν, να με καταλάβεις…»