Μέσα µου ζει ένας σκάνταλος τύπος, ένας καλικάντζαρος. Θα λαχταρούσε η ζωή µου όλη να είναι πιρουέτες. Να ακροβατώ έξω νου και νόµου, να παραβιάζω ωράρια και να γονιµοποιώ ωάρια, να αδιαφορώ για τις συνέπειες των πράξεών µου – σάµπως αυτοί που τις µετρούν και τις ξαναµετρούν βγάζουν καµία άκρη; ξεφεύγουν µήπως από το τυχαίο κι από το πρόσκαιρο της ύπαρξης; Να νιώθω τις στιγµές σαν νότες, να υπακούω στον εσωτερικό µου µονάχα ρυθµό… Μέσα µου επιµένει να χοροπηδάει το πιτσιρίκι εκείνο που έκανε διαρκώς ζηµιές, που έβγαζε σε όλους γλώσσα, που ο κόσµος του ήταν άγραφο χαρτί, άλλοτε το ζωγράφιζε, άλλοτε το µουτζούρωνε, κάποτε του έβαζε φωτιά...
Θαυµάζω όσους ξεκινούν για το περίπτερο και βρίσκονται στην άλλη άκρη του κόσµου. Τους όπου γης και πατρίς, τους ανθρώπους-πουλιά. Εγώ είµαι δέντρο. Γίνεται δέντρο το πουλί, πουλί το δέντρο; Ως δέντρο τι µπορείς να ελπίζεις;
Να δροσίζεις όποιους ξαποσταίνουν στον ίσκιο σου. Να σε προτιµούν τα φτερωτά, για να φτιάχνουν τις φωλιές τους. Να απολαµβάνουν τους καρπούς σου τα σκιούρια και οι αλεπουδίτσες. Κυρίως δε, όταν σηκώνεται άνεµος, να φουσκώνουν οι φυλλωσιές σου σαν πανιά καραβιού κι ας σε κρατούν οι ρίζες σου στο ίδιο µέρος. Να κάνεις τον αέρα µουσική κι η µουσική σου να φτάνει εκεί που εσύ δεν θα βρεθείς ποτέ. «Πάλι τραγουδάει το δέντρο…» να λένε.